- διαδράσοι
- διαδρά̱σοῑ , διά-ἁδρέωto be full-grownfut opt act 3rd sg (attic)διαδρά̱σοῑ , διά-δράωdofut opt act 3rd sg (attic epic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.